21/7/10

ΚΑΦΡΟΧΟΥΛΙΓΚΑΝΣ ΚΑΙ ΖΕΟΙ (Πραγματικά γεγονότα με σάλτσα μαδέρας)

Η παρακάτω ιστορία γράφτηκε το 2002 και βασίζεται σε γεγονός του 1996.


ΚΟΥΜΠΙ ΟΡ ΝΟΤ ΚΟΥΜΠΙ ;


Θολούρα...
Ο Χρηστάκης ο Ψώλος περιεργάστηκε τον περιβάλλοντα χώρο και διαπίστωσε με φρίκη ότι δεν υπήρχε κανένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Αυτό βέβαια ήταν λογικό, καθώς το σεμνότυφο παρελθόν κρυβόταν πίσω απο μια ολική θολούρα,και το παρόν το αποτελούσαν ένας άγνωστος χώρος και ένας κωλόγερας που του ούρλιαζε κάτι. Ο Ψώλος δεν έχασε την ψυχραιμία του,ζήτησε ένα κατοστάρικο και αποχώρησε διακριτικά. Μια απορία γεννήθηκε στο μυαλό του, ένα πανάρχαιο ερώτημα που βασανίζει την ανθρωπότητα εδώ και χιλιετίες : Σε ποιο σημείο του σύμπαντος βρίσκομαι ;; Μόλις κατάλαβε ότι είχε διατυπώσει φωναχτά την απορία του (ή κάτι παρόμοιο ) το μετάνιωσε.Το ουρλιαχτό που είχε αποσυρθεί για λίγο,επέστρεψε δριμύτερο και τόσο ενοχλητικό, που μπορούσε να ξεχωρίσει ακόμα και φράσεις : Κωλόπαιδο, πρεζάκια, δε ντρέπεσαι να...

Ο Χρηστάκης δεν μπήκε στον κόπο ν'ακούσει τί είχε προκαλέσει την οργή του κωλόγερα. Του πέταξε ένα περιφρονητικό "αγαμήσου" με νόημα και προχώρησε στη διαδικασία οπτικής αναγνώρισης του χώρου. Ήταν σταθμός τρένου, χωρίς αμφιβολία, και μάλιστα ήταν ο σταθμός του αμαρουσίου. Αλίμονο, δεκαεφτά χρόνια μαρουσιώτης την ήξερε την περιοχή του όσο λίγοι και την αγαπούσε και ακολουθούσε παντού και την ομαδάρα μπάσκετ του αμαρουσίου, και... Ώπα ! Το πρόσωπο του Ψώλου έλαμψε απο ευτυχία ! Το παρελθόν μπορεί να ήταν ακόμα θολό, αλλά το μέλλον ήταν ελπιδοφόρο. Θυμήθηκε τα πάντα για τη ζωή του ! Κάπου ήταν, και τώρα έπρεπε να πάει θεσσαλονίκη,που έπαιζε ο Γ.Σ.Α. με...κάτι βούλγαρους... Τα παραπάνω επιβεβαίωσε και η φωνή του Ηλιόπουλου απ'το πούλμαν, πενήντα μέτρα πιο πέρα :" Άντε Ψώλε, φεύγουμε", η τελευταία φωνή που άκουσε πριν τη θολούρα...

Αυτή τη φορά ο Χρηστάκης, μόλις βγήκε απ'τη θολούρα, δεν απελπίστηκε. Είδε γνωστές φάτσες γύρω του, άρα αρκούσαν μερικές διευκρινιστικές ερωτήσεις για να ανασυντάξει τις πληροφορίες γύρω απ'την ύπαρξή του. Σηκώθηκε, προχώρησε στο διάδρομο του πούλμαν και ρώτησε τον Ηλιόπουλο πού πάνε. "Σαλόνικα, παίζουμε με τον Μακεδονικό" , απάντησε συγκαταβατικά ο Γιάννης. (Μια που το'φερε η κουβέντα, αν ο Ηλιόπουλος ήξερε τί θα του συνέβαινε μέσα σε πούλμαν μετά απο τρία χρόνια, δεν θα έμπαινε στον κόπο ούτε να απαντάει σε τέτοιες ερωτήσεις, ούτε να ασχολείται με τα γήπεδα ) . "Πώς πέρασες στην Καβάλα κωλόγαυρε, πάλι μούφα μπέναλτυ σας δώσανε, ε ; "
- Ε ;;;
Ποια Καβάλα,ποιο μπέναλτυ, τί λεει αυτός,κομμάτια είναι ;; Ο Χρηστάκης μπλέχτηκε πάλι στο κουβάρι που λέγεται παρελθόν, αλλά πριν προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε, το πούλμαν σταμάτησε στου Λεβέντη και οι βρωμερές ορδές των πλιατσικολόγων ξεχύθηκαν μουλωχτά, ανάμεσα σε νυσταλέους οδηγούς και ξαφνιασμένες πωλήτριες. Πρώτοι μέσα στο μαγαζί μπουκάρανε οι Θρουμπέοι, ο σερίφης και ο baygon (r.i.p.) , εξέχοντα μέλη της original αμαρουσίου.Φαίνεται ότι αυτή η ιδιότητα, τους έδωσε το δικαίωμα να αδειάσουν ένα ταψί τυρόπιτες στο μπουφάν του σερίφη (αφού το είχε βγάλει φυσικά ), ενώ ο Ψώλος παραδίπλα ψείρισε μπισκότα και ό,τι άλλο πρόλαβε και βγήκε έξω. Μπήκε στο πούλμαν, έκατσε δίπλα στον Μαχητή που έστριβε πάνω σε μια εφημερίδα της αεκ, και άνοιξε τα μπισκότα και τις μπαταρίες για να φάει. "Καλά μαλάκας είσαι ρε Ψώλε ; Μήπως είσαι ρομπότ ;Χα χα! Πώς ήταν στην Καβάλα ;"

Άντε πάλι αυτή η Καβάλα,έπρεπε επειγόντως να μάθει, και πίεσε τον εαυτό του να συντάξει την πιο σύνθετη πρόταση που θα έλεγε απο τότε που θυμόταν τον εαυτό του (τις τελευταίες ώρες, δηλαδή...)
-Μου τα'χετε πρήξει με την Καβάλα ! Τί στο διάλο έκανα εκεί, κανα βέρι ;;
-Καλά ρε Ψώλε, δεν θυμάσαι ; Ρώτησε βήχοντας ο Μαχητής, "απο Καβάλα δεν γύρισες τώρα που σε πήραμε για πάνω ; Πώς αντέχεις ρε μαλάκα να ανεβοκατεβαίνεις την ελλάδα δυο φορές μέσα σε 48 ώρες ;
-Γιατί, με τα πόδια πάω ; Είπε με υφάκι ο Ψώλος και βγήκε για μια βόλτα στο διάδρομο. Ήξερε τα πάντα για τον εαυτό του ! Σαββάτο πρωί έφυγε με τον oλυμπιακό για πάνω και Κυριακή πρωί ξεκινήσανε πάλι για πάνω. Προσπάθησε να θυμηθεί αν αυτή τη διπλή εκδρομή την είχε κανονίσει απο πριν, ή αν έτυχε, και εκείνη τη στιγμή διαπίστωσε κάτι. Είχε κουραστεί υπερβολικά απ'την τρίωρη ανασκαφή στο μυαλό του, τα ταξίδια, τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τις ατέλειωτες αλλά εποικοδομητικές συζητήσεις με αξιόλογους ανθρώπους.
Έβγαλε απ'το μπουφάν τις καρτέλες του, και ξαναβυθίστηκε στη θολούρα...

1 σχόλιο:

  1. Μακρινές μαρουσιώτικες εποχές.Έπαθα πλάκα ρε φίλε όταν το διάβασα.Νοσταλγία,αλλά και μνήμες από καταστάσεις που σε κάποιους κόστισαν άσχημα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή