24/4/10

ΦΡΙΞΟΟΥ

Ένα διήγημα του Xisale

Καθόμουν στο στενάκι πίσω απ'την πολυκατοικία μου. Ένα στενάκι θεοσκότεινο που μύριζε σκουπίδια και συσσωρευμένο καυσαέριο. Κοιτούσα σαν υπνωτισμένος το καπάκι του υπονόμου. Συμβουλεύτηκα το ρολόι μου και διαπίστωσα οτι σε τρία περίπου λεπτά το καπάκι θα άνοιγε και απο μέσα θα έβγαινε μια πανέμορφη κοπέλα, όρθια πάνω σε ένα υπέροχο καφετί άλογο με πολύ φροντισμένη χαίτη και στιλπνό τρίχωμα. Θα ακολουθούσαν πανέμορφα άρματα και πιερότοι, τσαρλατάνοι, ακόμα και ακροβάτες που τα κόλπα τους θα μου έκοβαν την ανάσα. Τι υπέροχος κόσμος! Τι ξεγνοιασιά και τι ωραίο και πολύχρωμο θέαμα!

Η ωρα πλησίαζε και κάθησα αναπαυτικότερα. Ακούμπησα την πλάτη μου στον πίσω τοίχο της πολυκατοικίας και άπλωσα τα πόδια μου μπροστά με ένα ακατάπαυστο χτυποκάρδι απ'την αγωνία μου. Είχα καιρό να το νιώσω αυτό!Επιτέλους η ώρα έφτασε .Κάρφωσα το βλέμμα μου στο καπάκι και περίμενα.

Σε μερικά δευτερόλεπτα το καπάκι σάλεψε και αφού έμεινε μετέωρο για τρία ανοιγοκλεισίματα των ματιών έπεσε στο πλάι αφήνοντας την τρύπα κενή να χάσκει.Και τότε απο μέσα εμφανίστηκε μια γυναίκα ηλικιωμένη με ένα ανούσιο,παγωμένο και νεκρικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της.Αντί για άλογο ήταν καθισμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι.Έμεινα με ανοιχτό το στόμα και ένιωσα μια ελαφριά παράλυση στα πόδια μου.Ακολούθησε μια πομπή απο άρματα αλλά όχι ακριβώς όπως τα περίμενα.Στην αρχή βγήκε και άρχισε να οδηγεί την παρέλαση μια νεκροφόρα.Ακολούθησε ένα φορείο,ένα νεκροκρέβατο που το σέρνανε κάτι κοντά,γλοιώδη μικρά ποντικόμορφα πλάσματα και έκλεινε αυτή τη μακάβρια πομπή ένα άρμα που αναπαριστούσε τα σκοτωμένα όνειρα.Ήμουν αποσβολωμένος. Έμεινα στη θέση μου μόνο και μόνο για να δω που θα κατέληγε αυτό το φαιδρό παραστράτημα του προγράμματος.Τα άρματα τα ακολούθησαν μια ομάδα απο ηλικιωμένους μεθύστακες,καταπιεσμένους οικογενειάρχες,απατημένους σύζυγους και παραστρατημένες παρθένες.Αυτό ήταν!Δεν πήγαινε άλλο!Πέταξα κάτω τον κουβά με το ποπκόρν και έκανα να σηκωθώ.Αλλά η κίνηση αυτή που δοκίμασα ένιωσα να μην έχει αποτέλεσμα .Κοίταξα το σώμα μου και είδα ότι η σάρκα μου ήταν ζαρωμένη και είχε αρχίσει να μυρίζει έντονα και δυσάρεστα.Είχα μείνει κολλημένος στο δρομάκι και ούτε καν η ισχυρότατη θέλησή μου δεν με βοήθησε να σηκωθώ.Όλη η παρωδία του θεάματος είχε μείνει και με κοιτούσε με μια γλυκειά ανυπομονησία και συμπονετικότητα σαν να περίμενε και εγώ να ενωθώ μαζί της."Μα τί μου συμβαίνει"φώναξα απελπισμένα.Τότε η γριά στο αναπηρικό καροτσάκι πετάχτηκε και μου είπε:"Αφού έμπλεξες και εσύ xisale και σκότωσες τα όνειρά σου".

1 σχόλιο:

  1. πολύ ενδιαφέρουσα η συμβολική μεταφορά του υπονόμου με την πραγματικότητα!
    Θα συμπλήρωνα σαν happy(?)end .... "τότε με μια αντανακλαστική γρήγορη κίνηση πέταξα μακριά τα τρισδιάστατα γυαλιά που μου είχαν δώσει στη είσοδο της αίθουσας και όλα έγιναν όπως πριν...!"

    ΑπάντησηΔιαγραφή