8/6/10

Ο Υποχθονιούλης


Στην Pris,που μου ζητάει τόσο καιρό να το ποστάρω...


Μια φορά κι ένα καιρό,παιδάκια,ζούσε σε ένα λιβάδι ένα μικρό ανθρωπάκι,ο Υποχθονιούλης.Το σπιτάκι του ήταν στην άκρη του λιβαδιού δίπλα στο ποτάμι,και απο κει και πέρα απλωνόταν το απέραντο δάσος.Ο Υποχθονιούλης φοβόταν πολύ αυτό το δάσος,και δεν είχε πάει ποτέ του.Ο παππούς του,έλεγε ότι εκεί κατοικούν κάτι πλάσματα που έχουν τρεις σειρές κοφτερά δόντια και δουλεύουν συνέχεια."Κι όποιος πάει εκεί,"έλεγε ο παππούς,"τον πιάνουν αυτά τα πλάσματα και τον βάζουν να δουλεύει κι αυτός!".Του Υποχθονιούλη δεν του άρεσε η δουλειά,γι'αυτό και δεν θα πήγαινε ποτέ προς τα εκεί.Προτιμούσε να κάνει βόλτες στο λιβάδι,να μαζεύει μανιτάρια και να τα τρώει με τους φίλους του τα ξωτικά.

Κάποια στιγμή αποφάσισε να φύγει απ'το λιβάδι για να γνωρίσει τον κόσμο.Έβαλε σε ένα σακούλι μερικά απ'τα πιο πολύχρωμα μανιτάρια του,χαιρέτισε τον παππού του και τα ξωτικά και ξεκίνησε για τη μεγάλη πόλη των μικρών ανθρώπων που ήταν πολλά λιβάδια μακριά.Μετά απο ένα κουραστικό ταξίδι και αφού ο ήλιος κοιμήθηκε και ξύπνησε πέντε φορές,ο φίλος μας έφτασε στην πόλη.

Την ώρα που πέρναγε την πύλη,ο ήλιος ήταν έτοιμος να κοιμηθεί και το κόκκινο φως έπεφτε στα πολύχρωμα τζάμια των πανύψηλων πύργων.Τα αμέτρητα σπίτια είχαν (αμέτρητα) αναμμένα κεριά,και ο Υποχθονιούλης αναζήτησε ένα μέρος για να ξεκουραστεί.Περιπλανήθηκε στην πόλη μέχρι που ο ήλιος έβλεπε το δεύτερο όνειρο,και του έκανε εντύπωση που οι άνθρωποι περπάταγαν βιαστικοί και μουτρωμένοι.

Το μόνο μέρος όπου άκουσε γέλια και τραγούδια ήταν στην άκρη της πόλης,δίπλα στο ποτάμι,όπου πολλοί άνθρωποι και ξωτικά κάθονταν κάτω απο ένα τεράστιο δέντρο και έτρωγαν κάτι μονόχρωμα μανιτάρια.Πλησίασε δειλά και τους ζήτησε να κάτσει εκεί μέχρι να ξυπνήσει ο ήλιος.Με μια φωνή όλοι τον καλωσόρισαν στη γειτονιά του Μεγάλου Δέντρου,ρωτώντας τον απο πού είναι.
-"Είμαι απο το λιβάδι δίπλα στο απέραντο δάσος",είπε με χαρούμενη ένταση ο φίλος μας.
-"Αλήθεια;Εκεί φυτρώνουν τα πιο ωραία μανιτάρια της χώρας!",είπε με έκπληξη μια νεράϊδα.Ο Υποχθονιούλης δεν έχασε καιρό,άνοιξε το σακούλι του και τους κέρασε όλους.Μετά απο λίγο,όλοι έρχονταν εκεί που καθόταν και τον ευχαριστούσαν για το υπέροχο φαγητό.
-"Γιατί τόση χαρά;"ρώτησε ο μικρός,"εσείς δεν έχετε καλά μανιτάρια;"
-"Όχι",είπε λυπημένα η νεράϊδα που την έλεγαν Υπεροξυγονούλα,"τα φτιάχνουν οι άνθρωποι εδώ στην πόλη και δεν είναι φυσικά."Μετά του εξήγησε ότι στις πόλεις κατασκεύαζαν τα μανιτάρια μόνο για να χορταίνουν.Είχαν βγάλει δηλαδή το φυσικό συστατικό που με το μάσημα πήγαινε στον εγκέφαλο και έκανε τους ανθρώπους να βλέπουν τα πράγματα πιο πολύχρωμα,πιο ανοιχτόμυαλα και λιγότερο σοβαρά.Μόνο κάτω απ'το Μεγάλο Δέντρο φύτρωναν ακόμα μερικά που έμοιαζαν έστω και λίγο με τα κανονικά.
-"Και γιατί να μη θέλουν να πηγαίνει η τροφή στο μυαλό τους;"ρώτησε ο ανθρωπάκος.
-"Γιατί ζουν για να δουλεύουν"απάντησε η νεράϊδα,"δεν τους είδες πώς είναι;Δε θέλουν με τίποτα να είναι χαλαροί και ασταθείς,θέλουν μόνο να είναι σφιχτά δεμένοι με την πραγματικότητα και τη λογική,ώστε να δουλεύουν και να παράγουν συνέχεια.Μόνο οι άνθρωποι του Μεγάλου Δέντρου(και φυσικά εμείς τα ξωτικά) δε σκέφτονται έτσι..."
-"Και γιατί μένετε εδώ;"αναρωτήθηκε εύλογα ο Υποχθονιούλης,"γιατί δεν έρχεστε στο λιβάδι μου;"

Τα μισόκλειστα ματάκια της Υπεροξυγονούλας άνοιξαν διάπλατα και τα μυτερά αυτιά της τεντώθηκαν.Έμεινε έτσι για λίγο,και μετά πέταξε σε ένα κλαδί του Μεγάλου Δέντρου και μίλησε στους ανθρώπους και στα ξωτικά,λέγοντάς τους ότι φεύγει για το ευλογημένο λιβάδι και όποιος θέλει μπορεί να ακολουθήσει.
Το τί έγινε μετά,παιδάκια,μπορείτε να το φανταστείτε.Πήγαν όλοι στο λιβάδι του Υποχθονιούλη (που τώρα πια ανήκε σε όλους),και ζήσανε αυτοί καλά,κι εμείς (θα ήμασταν) καλύτερα (αν είχαμε λίγα απ'τα μανιτάρια τους)...

6 σχόλια: