Έχοντας φτάσει στο τέλος της μίζερης ζωής μου νιώθω την υποχρέωση να γράψω αυτά που συμβαίνουν τις νύχτες στην οδό Πνιγμένων Ναυτικών στο Λιμάνι.Αισθάνομαι τυχερός που είμαι ο μοναδικός μάρτυρας αυτών των φαινομένων και το θεωρώ τιμή μου που τα καταγράφω εγώ,ένας ταπεινός ρακοσυλλέκτης που ζει μέσα σε ένα χαρτόκουτο.
Η οδός Πνιγμένων Ναυτικών βρίσκεται στο βόρειο μέρος του Λιμανιού,στην περιοχή όπου τελειώνει η έρημος με τις χιλιάδες μάντρες αυτοκινήτων και τις αποθήκες και αρχίζει ο βάλτος με τα αρχαία αποτρόπαια κτίσματα.Ουσιαστικά είναι το σύνορο ανάμεσα στο Λιμάνι και το απόλυτο σκοτάδι.Είναι στριμωγμένη ανάμεσα σε δύο σειρές από συμπλέγματα πανύψηλων αποθηκών που της κρύβουν τον ουρανό, με αποτέλεσμα τις λιγοστές μέρες που δεν έχει ομίχλη να βλέπεις πέρα από τη μύτη σου,ενώ τις νύχτες ο δρόμος ενσωματώνεται στο πλήρες σκοτάδι με μόνη φωτεινή εξαίρεση το σημείο απέναντι απ΄το ¨σπίτι¨ μου.Εκεί,δίπλα στον τοίχο της πιο ψηλής αποθήκης υπάρχει μια κολόνα που σχηματίζει ένα κύκλο φωτός και θυμίζει προβολέα θεάτρου. Είναι σαν ένα απειλητικό πάλκο,με τον προβολέα να φωτίζει τους περιστασιακούς πρωταγωνιστές,τους εκάστοτε διάττοντες αστέρες της πολυτάραχης νυχτερινής ζωής του Λιμανιού.Κι εγώ,ένα με το σκοτάδι,μοναδικός θεατής φρικαλέων μονόπρακτων που παίζονται αποκλειστικά για μένα!
Όταν ακούω κραυγές και ποδοβολητά,ξέρω ότι θα δω τουλάχιστον κάποια καταδίωξη.Και αν είμαι τυχερός,οι διώκτες θα προλάβουν το
θύμα μέσα στα όρια του Μίζερου Θεάτρου, όπως έχω
ονομάσει τον κύκλο γύρω απ΄την κολόνα. Άλλες φορές πάλι,το σκοτάδι γεννάει μορφές που χρησιμοποιούν το Μίζερο Θέατρο για τις συναλλαγές τους,αλλά και για τιμωρία σε περίπτωση αθέτησης των ακατανόμαστων συμφωνιών τους.Πέρα από τις συνηθισμένες βιαιοπραγίες που συμβαίνουν σε όλα τα λιμάνια του κόσμου,τα δικά μας αποβράσματα ως υπέρτατη τιμωρία χρησιμοποιούν την ψυχολογική βία:Δένουν με χειροπέδες τον παραβάτη στην κολόνα και χάνονται στο σκοτάδι.Το θύμα δεν ξέρει αν οι Λιμανίσιοι έχουν απομακρυνθεί,αν και με τους ήχους που ακούει δε νομίζω να το νοιάζει ιδιαίτερα η ανθρώπινη απειλή,καθώς οι θόρυβοι που ακούγονται στη γειτονιά μου δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο,είναι ήχοι βγαλμένοι κατευθείαν απ’την κόλαση. Ουσιαστικά τους γεννάει το μυαλό των θυμάτων,και χάρη στην εξωπραγματική ακουστική της οδού Πνιγμένων Ναυτικών μετουσιώνονται σε ήχους που τους ακούω ακόμα κι εγώ.
Οι περισσότεροι δεν αντέχουν πάνω από τρεις ώρες,χάνουν τα λογικά τους και παθαίνουν ανεπανόρθωτες ζημιές στα νεύρα και το μυαλό τους.Τους έχω απέναντι μου να σφαδάζουν δεμένοι στην κολόνα και παρατηρώ τη σταδιακή μεταμόρφωση τους από σκληρά αλάνια του Λιμανιού σε ψυχωτικούς,σε ανθρώπους που ποτέ πια δε θα καταφέρουν να ξεστομίσουν μια λογική κουβέντα,και στην υπόλοιπη ζωή τους θα περιφέρονται στο Λιμάνι χλευαζόμενοι απ’όλους.Αυτή είναι και η μοναδική διασκέδαση που έχω στην άθλια ζωή μου.Δεκάδες φορές έχω παρακολουθήσει ανθρώπους να οδηγούνται στην τρέλα μέσα σε λίγες ώρες.Και το πιο διασκεδαστικό είναι ότι η ψυχική τους ισορροπία διαταράσσεται χωρίς κάποια χειροπιαστή αιτία,απλώς οι φοβίες τους εξορύσσονται απ’τα τρίσβαθα του μυαλού τους από ένα αόρατο αρχαίο χέρι που τις πετάει στους τοίχους και τις κάνει μουσική.
Έτσι,κατά καιρούς στην οδό Πνιγμένων Ναυτικών αντηχούν ουρλιαχτά λύκων, βουητά από έντομα,τρακαρίσματα,γρυλλίσματα απερίγραπτων πλασμάτων,και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς…Σύντομα λοιπόν το ταραγμένο μυαλό του θύματος μετατρέπεται πανεύκολα σε διαταραγμένο,καθώς ακούει αυτό που πάντα φοβόταν (χωρίς αναγκαστικά να το γνωρίζει) να πλημμυρίζει το σκοτάδι και να πλησιάζει καταιγιστικά.Επίσης,υποθέτω ότι όταν είσαι δεμένος,λουσμένος στο φως και περιστοιχισμένος απ’το απόλυτο σκοτάδι,ο χρόνος κυλάει διαφορετικά.Δεν εξηγούνται διαφορετικά οι στερεοφωνικές κραυγές τους,που ακούγονται λες και το alter ego τους παρακολουθεί τον εαυτό του σε αυτή την κατάσταση,ανήμπορο να βοηθήσει τον αλλόκοτο καθρέφτη που βλέπει απέναντι του.
Αυτά από μένα.Πεθαίνω τώρα.Αφήνω δηλαδή το σαρκίο του άστεγου και ελπίζω να συνεχίσω να ζω στο δρόμο των ονείρων τους,στοιχειώνοντας τις ένοχες ονειρώξεις τους και περιμένοντας τη νύχτα που θα βρεθούν κι αυτοί καθηλωμένοι στο Μίζερο Θέατρο για την τελευταία παράσταση της ζωής τους ως όντα με λογική και αξιοπρέπεια (οι οποίες σύντομα θα χαθούν στο λαβύρινθο των φοβιών τους). Δεν περιγράφω άλλο…
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΜΟΥΡΗΣ ΣΤΟ ΜΙΖΕΡΟ ΘΕΑΤΡΟ
Η κολόνα έριχνε άπλετο φως σε εκείνο το σημείο του κακόφημου δρόμου που οδηγούσε στο Λιμάνι.Γύρω απ’τον φωτεινό αυτό κύκλο επικρατούσε πλήρες σκοτάδι.Την απόλυτη ησυχία τάραξε το τρέξιμο από ένα πανικόβλητο άνθρωπο και τους τρεις διώκτες του.Η απόσταση μεταξύ τους μειωνόταν συνέχεια,και η αναπόφευκτη προσέγγιση έγινε κατα τύχη(;)ακριβώς κάτω απ’το φως της κολόνας.Ο άνθρωπος που πιάστηκε λεγόταν Ποντικομούρης και ήταν ριφιφιτζής.Λίγα λεπτά πριν είχε κάνει μια λάθος επιλογή χώρου για να μπουκάρει.Η αποθήκη που διάλεξε να ξαλαφρώσει ήταν του Ροκάνα,ενός απ’τα χειρότερα μούτρα στο Λιμάνι,τον οποίο είχε ακουστά.Τώρα τον έβλεπε κι από κοντά,κάτω απ΄το φως της κολόνας,και οι ιστορίες που ακούγονταν γι’αυτόν και τους μπράβους του έκαναν τον Ποντικομούρη να μη μπορεί να σταθεί στα πόδια του απ’το τρέμουλο.
Στα μπαρ του Λιμανιού λέγανε ψιθυριστά ότι ο Στυγνός ήξερε με ακρίβεια πόσες ώρες ζουν οι ακρωτηριασμένοι άνθρωποι,και το είχε διασταυρώσει επιστημονικά μετά από εκατοντάδες πειράματα.Όσο για τον Ζοφερό,τον άλλο μπράβο του Ροκάνα,όλοι ξέρανε ότι με τα νυστέρια του μπορούσε σε δευτερόλεπτα να αφαιρέσει το δέρμα του προσώπου,πριν χρησιμοποιήσει τις τανάλιες του για διάφορες εικαστικές παρεμβάσεις.Για το Ροκάνα ήξερε ότι του άρεσε να κοιμίζει με χλωροφόρμιο αυτούς που ήθελε να τιμωρήσει,και να τους μεταφέρει σε μέρη όπου το ξύπνημα ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη,και η σωματική ακεραιότητα του παθόντα αμφίβολη.Όταν τα είχε πρωτοακούσει όλα αυτά ο Ποντικομούρης του είχαν φανεί μια ευχάριστη ιστοριούλα,πιθανή να συμβεί σε οποιονδήποτε στο Λιμάνι,εκτός φυσικά απ’αυτόν.Τώρα όμως,κάτω απ’το φως της κολόνας,στη μέση του απέραντου σκοταδιού,ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε με κάποιο ακραίο και υπερβολικά οδυνηρό τρόπο.
Αυτό που τον τρόμαζε περισσότερο ήταν η σιωπή τους.Μόλις τον πιάσανε,δεν εκτονώσανε την ένταση που είχε δημιουργηθεί από την καταδίωξη με άσκοπο ξύλο και φωνές.Οι μπράβοι τον έδεσαν με χειροπέδες στην κολόνα,του γύρισαν την πλάτη και περίμεναν τον Ροκάνα που είχε αποσυρθεί στο σκοτάδι και συσκεπτόταν με τη φαντασία του για την εύρεση κάποιου αποτρόπαιου βασανιστηρίου.
Πριν περάσει ένα λεπτό, ο Ροκάνας κάλεσε τους μπράβους του στη σκιερή και αθέατη πλευρά,και τίποτα δεν έδειξε ότι απομακρύνθηκαν,
ούτε βήματα ακούστηκαν,ούτε ομιλίες.Ο Ποντικομούρης ένιωθε την παρουσία τους και τα ορθάνοιχτα μάτια του προσπαθούσαν να νικήσουν το έρεβος.Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή του που φοβόταν πραγματικά το σκοτάδι.Έχοντας συνηθίσει τόσα χρόνια να αποτελεί μέρος των σκιών του Λιμανιού,έτοιμος να δράσει ανά πάσα στιγμή ξαλαφρώνοντας τους απρόσεχτους,τώρα που βρισκόταν στη φωτεινή πλευρά του νομίσματος ένιωθε σαν ένας ευδιάκριτος στόχος για οτιδήποτε μπορούσε να τον απειλήσει,δεμένος καθώς ήταν,πέρα απ’το Ροκάνα που δεν ήξερε που είναι.
Τώρα πια,ο Ροκάνας δεν του φαινόταν τόσο απειλητικός,αφού μια ανθρώπινη παρουσία,έστω και βάρβαρη,θα ήταν σχετικά καλοδεχούμενη,γιατί θα έσπαγε την αφύσικη ησυχία που επικρατούσε στην περιοχή.Ο Ποντικομούρης είχε περάσει πολλές φορές απ’αυτό το σημείο του δρόμου και θυμόταν ότι πάντα ακουγόταν η μουσική από κάποια κοντινά μπαρ,αλλά και θόρυβοι απ΄τα φορτηγά που πήγαιναν προς τις αποβάθρες.Τώρα όμως,δεν άκουγε κανένα ήχο που να υποδηλώνει ότι βρισκόταν σε πόλη,μόνο η απόλυτη σιωπή,η σιωπή που κάνει κάθε άνθρωπο να θέλει να ουρλιάξει για να αποδείξει στον εαυτό του ότι δεν κουφάθηκε ή ακόμα χειρότερα ότι δε σταμάτησε ο χρόνος.Αν όμως δεν ουρλιάξεις και προσπαθήσεις πραγματικά να «αφουγκραστείς»,θα ανακαλύψεις διαδοχικά ήχους που όλο και θα δυναμώνουν.Αυτό έκανε κι ο Ποντικομούρης και ευτυχώς (;) γι’αυτόν,άκουσε.
Το ηχητικό υπόβαθρο της όχι και τόσο απόλυτης σιωπής (πλέον) το αποτελούσε ο μακρινός βόμβος ενός αεροπλάνου και μετά από λίγο ένας μεταλλικός ήχος απ’την πλευρά των ναυπηγείων.Όταν το αεροπλάνο πέρασε,ο ήχος των ναυπηγείων ακουγόταν καλύτερα κι ο Ποντικομούρης ξεχώρισε τον ήχο του σίδερου που κόβεται απ΄τις τεράστιες πριονοκορδέλες.Προς το παρόν είχε ξεχάσει τη θλιβερή κατάσταση που βρισκόταν,και είχε αφοσιωθεί σ’αυτό τον ήχο,το μοναδικό συνδετικό κρίκο με την πραγματικότητα,την πραγματικότητα που καθημερινά βίωνε και (κυρίως) άκουγε,την πολύβουη πόλη με τον κόσμο,τα μπαρ,τα καράβια και φυσικά τα ναυπηγεία. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή του που θα ήθελε πολύ να είναι μέσα στα ναυπηγεία:να απολαμβάνει τη φασαρία απ’τις φωνές των ανθρώπων, τα μηχανήματα,τον ήχο του ατσαλιού που συνθλίβει το σίδερο,τον ήχο της πριονοκορδέλας!
Η επιθυμία του να επικοινωνήσει με αυτό τον ήχο,τον κατέστησε ικανό να μπορεί να δει με τα μάτια του μυαλού του τις πριονοκορδέλες.Μέσα από τις σπίθες κάποιας ηλεκτροκόλλησης ξεπρόβαλλε ένας μεταλλικός κάθετος δίσκος με ατσάλινα δόντια στην περίμετρο του,πολυ λεπτός και με διάμετρο περίπου δέκα μέτρα,που έκοβε τα σίδερα με ήχο που θύμιζε χιλιάδες τρακαρίσματα.Και μετά το τσαλάκωμα της λαμαρίνας,η πριονοκορδέλα προχώρησε στη σάρκα:την έκοβε με ευκολία και ταχύτητα.
Ο Ποντικομούρης μ’ένα τίναγμα του κεφαλιού και μια κραυγούλα ξεκόλλησε το μυαλό του απ’το δρόμο που είχε πάρει και επανήλθε στο σκοτάδι και στο γνωστό ήχο που τώρα είχε δυναμώσει μυστηριωδώς.
Ενώ τα ναυπηγεία απείχαν δυο χιλιόμετρα,το σίδερο ακουγόταν να κόβεται στα γύρω τετράγωνα,αλλά και απ’την πλευρά του βάλτου.Δεν ακούγεται λογικό,αλλά οι πριονοκορδέλες πλησίαζαν.Μασούσαν ανεξέλεγκτα ό,τι έβρισκαν και είχαν ένα στόχο:την κολόνα.Ένας αργός μεταλλικός σεισμός κύκλωνε το σημείο και τα γύρω κτίσματα έστελναν κομματάκια απ΄τα μπάζα τους στο φως,καθώς κατεδαφίζονταν πανηγυρικά και εξαίσια.
Ο Ποντικομούρης τώρα χτυπιόταν πανικόβλητος,και με τις κραυγές του προσπαθούσε να καλύψει οποιοδήποτε άλλο φρικαλέο ήχο.Είχε συνειδητοποιήσει πλέον ότι οι σάρκες του θα ξεσκίζονταν απ΄τις πριονοκορδέλες και από δόντια που δεν ήταν ανθρώπινα,και ευχόταν αυτό να πραγματοποιηθεί όσο πιο γρήγορα γινόταν.Αυτή η φριχτή αναμονή του έκαιγε τον εγκέφαλο.Το δεύτερο πράγμα που κατάλαβε ήταν ότι ο Ροκάνας είχε συνάψει κάποια ανίερη συμφωνία με τις Οντότητες του Βάλτου,στις οποίες τον πρόσφερε με άγνωστα ανταλλάγματα.
Αυτές ήταν και οι τελευταίες λογικές σκέψεις που πέρασαν απ΄το μυαλό του Ποντικομούρη λίγο πριν ο εγκέφαλος του μετατραπεί σε ένα τεράστιο και εκτυφλωτικά φωτεινό ουρλιαχτό.Το στόμα και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα,και το σώμα του τρανταζόταν από σπασμούς,περιμένοντας το αναπόφευκτο αλλά απελπιστικά καθυστερημένο πετσόκομμα.Σε αυτή την κατάσταση τον βρήκαν δυο λιμανόμουτρα μια ώρα πριν ξημερώσει.Έχοντας επιλέξει το σημείο για κάποιες ακατονόμαστες διαπραγματεύσεις με τον Απόλα,θεώρησαν αν μη τι άλλο ενοχλητικό το ηχητικό υπόβαθρο με τις χαοτικές κραυγές και τα χτυπήματα του κεφαλιού στην ξύλινη κολόνα.Με ένα μπαλτά του έκοψαν τα χέρια απ΄τους καρπούς,ξαφνιάστηκαν απ΄το βλέμμα ευγνωμοσύνης που τους έριξε,και τον άφησαν να χαθεί τρέχοντας προς τις σκιές...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου