21/10/10

NEW WORLD ORDER



Τον Φλεβάρη του 1994 είχε τις πιο κρύες νύχτες της ιστορίας του Νέου Κόσμου.Τα λέπια των αυτόχθονων και τα απόκοσμα ανέκδοτα τους είχαν αλαφιάσει το ρολόι της Φύσης και τα αποτελέσματα ήταν (νεο)κοσμογονικά.

Τέσσερεις Νεοκοσμίτες άραζαν σε ένα πάρκο στη Δάφνη και κοιτάζανε το στρογγυλό σχολείο.Η ημισέληνος περιδινιζόταν ανάμεσα στα σύννεφα και η απέραντη σκιά του κτίσματος έτρωγε τους επισκέπτες.

Ξαφνικά σηκώνεται ένας απ’αυτούς και αρχίζει να λέει, χαμηλόφωνα και υπνωτιστικά :

«Ήταν ένας Μπραχαμιώτης, ένας Δαφνιώτης και ένας Νεοκοσμίτης σε ένα αεροπλάνο.Σβήνουν οι μηχανές και πέφτουν στην κεντρική Αφρική, νύχτα, και να βρέχει.Τους πιάνουν οι αυτόχθονες και τους οδηγούν κόσμια στον φύλαρχο, ο οποίος τους σκανάρει, τους προσφέρει νερό σε ξύλινο σκεύος και τους αρχίζει στο λέπι .

“Που λέτε αλάνια, σε όλη τη ζωή μου, εξήντα χρόνια τώρα, έψαχνα την ερώτηση στην οποία δεν θα μπορώ να απαντήσω με τίποτα.Επειδή είμαι ξερόλας, αυτό είναι σχεδόν απίθανο να συμβεί, αλλά θα σας δώσω μια ευκαιρία.Σας προκαλώ, λοιπόν.Όποιος μου κάνει αυτή την ερώτηση, δεν θα καταλήξει στο μενού μας.”

Την ασφυκτική σιωπή έσπασε ο Μπραχαμιώτης, με ένα σαρδόνιο σπινθήρισμα να ψιλοκρύβει την αγωνία στη φωνή του.

“Δηλαδή τη στιγμή που ο καθρέφτης έτριζε, ο παράλληλος εαυτός σου γέλαγε και εσύ δεν ένιωθες και πολύ εσύ, αν δεν ξύπναγες, τώρα θα ήσουν νεκρός;”

Ο φύλαρχος γούρλωσε τα μάτια και έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένος. Μπορεί να μην ήξερε τί έπινε ο Μπραχαμιώτης (και ούτε ήθελε να μάθει) αλλά η ερώτηση του ξύπνησε αρχαίες μνήμες. Μπορούσε όμως να απαντήσει; Σταύρωσε τα χέρια, πήρε ύφος και παράστημα και είπε

“Αν δεν ξύπναγα, θα έμπαινα σε κώμα, με ένα σαλεμένο εγκέφαλο να παρακολουθεί τα αιώνια δευτερόλεπτα της ακινησίας. Αλλά νεκρός δεν θα’μουνα. Το όνειρο δεν σκοτώνει.”

Ο κρύος ιδρώτας του Μπραχαμιώτη άρχισε να μυρίζει βενζίνη και όλο το χωριό πνίγηκε στις αναθυμιάσεις μέσα απ’τις οποίες φαινόταν ο φύλαρχος που έπιανε τα χέρια και τα πόδια του Μπραχαμιώτη.

“ Είναι αδύνατος.Γούνα, αλεύρι, τηγάνι. Πάρτε τον! “

Στο άκουσμα της διαταγής, ο Νεοκοσμίτης βγήκε μπροστά και φώναξε με υποχθόνια υπνωτιστική φωνή

- Ένστασις! Είπες ότι το όνειρο δεν σκοτώνει.Εμείς οι τρεις είχαμε όνειρο να πάμε με το τζετ μου στη Βενεζουέλα.Και τώρα εσύ θες να μας φας. Θυμάμαι σαν χτες τον υπουργό τουρισμού να μου λέει...

-Εντάξει, φτάνει! Δεκτή η ένσταση, τι θες να γίνει;

-Θα μείνεις νηστικός μέχρι να ακούσεις και τους τρεις μας.Αν αποτύχουμε όλοι, κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

Τα τύμπανα σταμάτησαν, οι ιθαγενείς βουβάθηκαν και ο αρχηγός κορδώθηκε και είπε μεγαλόψυχα

“ Το κολατσιό αναβάλλεται.Ακούω την ερώτηση του επόμενου. “

Ο Δαφνιώτης, ψηλός, αδύνατος, νευρικός, πλησίασε μόρτικα τον τσιφ, τον έπιασε απ’τον ώμο και του ξηγήθηκε.

Κοίτα, δεν έχω μιλήσει τόση ώρα, αλλά μέχρι εδώ ήτανε. Δεν βλέπω τον λόγο που γίνεται αυτή η μαλακία, και η μόνη ερώτηση που μπορώ να σου κάνω είναι η εξής.Γαμιέται καθόλου η μάνα σου; Αν και ξέρω ότι ξέρεις σίγουρα την απάντηση ! “

Το βουβό χωριό άκουσε το πονεμένο ξεφύσημα του γίγαντα και όλοι είδαν το κεφάλι του να σκύβει ντροπιασμένο. Οι κάτοικοι παραμέρισαν και ο μουδιασμένος αρχηγός οδήγησε ευγενικά τους ξαφνιασμένους επισκέπτες έξω απο μια μεγάλη σκηνή.

Έπειτα σήκωσε το παραπέτο και οι τρεις άτυχοι κοίταξαν για μια στιγμή τη φρικιαστική σκηνή που εκτυλισσόταν μέσα στη σκηνή και έτρεξαν πανιασμένοι και αναγουλιασμένοι στην πλατεία.

“ Δαφνιώτη έχασες, θα περιμένεις μαζί με τον άλλον. Νεοκοσμίτη, έτοιμος; “

Μέχρι και η ζούγκλα κράταγε την ανάσα της περιμένοντας την ερώτηση.

-Nα κάνω μια προκαταρκτική ερώτηση;

-Άρχισες τις μαλακίες;

-Είναι πολύ σημαντική για τη διαδικασία.

-Δεκτόν.

-Μήπως εσύ και οι υπόλοιποι είστε όλοι ηθοποιοί; Την αλήθεια θέλω.

-Η αλήθεια είναι ότι ότι ότι όχι δεν είμαστε.Την ερώτηση τώρα.

-Αν εμείς είμαστε απ’την Αθήνα και εσύ απ’τη κεντρική Αφρική, σε ποιά γλώσσα μιλάμε τόση ώρα ; »

Μόλις τέλειωσε το ανέκδοτο ο πρώτος Νεοκοσμίτης, οι υπόλοιποι γέλασαν για λίγο, αλλά το δεύτερο φεγγάρι που βγήκε ήταν τεράστιο και τους τράβηξε την προσοχή.Η γη άρχισε να τρέμει, όλα άρχισαν να παγώνουν γύρω τους και έτρεξαν για να μπουν στο στρογγυλό σχολείο.Μέχρι να φτάσουν στο αίθριο, όλο το κτίριο είχε καλυφτεί απ’το πάγο, τα φεγγάρια εξαφανίστηκαν, και η Γη έμεινε παγωμένη για λίγο, μόλις δύο χιλιάδες χρόνια. Όταν τελικά έλιωσαν όλοι οι πάγοι, οι κρυογονικοί τύποι έκατσαν στο αίθριο για να στεγνώσουν και ο δεύτερος βρήκε την ευκαιρία να πει αυτό

« Περπάταγε προχτές ένας αλβανός στην κυψέλη και σ’ένα στενό του τη πέφτουν πενήντα άτομα με καδρόνια που του φωνάζουν-Κωλοαλβανέ θα σε γαμήσουμε. Ο τυπάκος τρελαίνεται και ουρλιάζει-Ρε μαλάκες, κι εσείς αλβανοί δεν είστε; -Ναι, απαντάει ένας, αλλά αυτός που λέει το ανέκδοτο είναι έλληνας. »

Αυτό ήταν αρκετό για να ξαναπαγώσει η Γη για άλλα δύο χιλιάδες χρόνια.

Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου